φράουλα

φράουλα
(φραγκαρία η γνήσια). Πόα της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα). Συναντάται και άγρια και καλλιεργούμενη. Η φ. έχει μακριούς βλαστούς οι οποίοι, ακουμπώντας στο έδαφος, ριζώνουν και δημιουργούν έτσι καινούργια φυτά, με τα οποία πολλαπλασιάζεται. Τα φύλλα είναι τρίλοβα, οδοντωτά, παράρριζα με μακρύ μίσχο. Τα λευκά άνθη είναι ενωμένα ανά 3 ή περισσότερα στην κορυφή όρθιων ποδίσκων. Οι καρποί, που θεωρούνται σπέρματα, είναι μικρά σκληρά αχαίνια, σφηνωμένα στην ογκώδη, σαρκώδη και χυμώδη ανθοδόχη της ταξιανθίας: κατά συνέπεια οι φ. δεν είναι οι πραγματικοί καρποί του φυτού, αλλά οι εξογκωμένες ανθοδόχες. Σήμερα, οι ποικιλίες που καλλιεργούνται είναι πάρα πολλές: μικρόκαρπες, μεσόκαρπες και μεγαλόκαρπες. Οι διάφορες ποικιλίες διακρίνονται από το άρωμα, την περιεκτικότητα σε χυμό, το χρώμα, την ευρωστία του φυτού, καθώς και την προσαρμοστικότητά τους στους διάφορους τύπους εδαφών. Η φραγκαρία η ινδική αντίθετα καλλιεργείται σχεδόν αποκλειστικά για καλλωπιστικούς σκοπούς. Είναι πολύ ανθεκτική και γρήγορα σχηματίζει πυκνό πράσινο τάπητα, διάσπαρτο από κίτρινα άνθη και έπειτα από καρπούς με ζωηρό κόκκινο χρώμα. Σε πολλές δασώδεις περιοχές είναι αυτοφυής. Στην Ελλάδα η φ. καλλιεργείται κυρίως στη δυτική Μακεδονία, από όπου γίνεται και εξαγωγή στην κεντρική Ευρώπη. Εκτός από τη φραγκαρία τη γνήσια, συναντάται αυτοφυής στα βουνά της βόρειας Ελλάδας και της Θεσσαλίας και η φραγκαρία η λοφώδης. Φράουλα: άνθος και καρπός, ο οποίος όμως στην πραγματικότητα είναι η διογκωμένη ανθοδόχη του φυτού (φραγκαρία η γνήσια).
* * *
και φράγουλα, η, Ν
βοτ.
1. κοινή ονομασία τού γένους φυτών φραγκαρία
2. ο καρπός αυτού τού φυτού
3. γλυκό τού κουταλιού ή μαρμελάδα από καρπούς τού παραπάνω φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φράουλα < φράγουλα, με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού -γ- < ιταλ. fragola].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φράουλα — φράουλα, η και φράγουλα, η (λ. ιταλ.) (βοτ.) 1. το φυτό «φραουλιά» (βλ. λ.), η χαμοκερασιά. 2. ο καρπός αυτού του φυτού, το χαμοκέρασο. 3. γλύκισμα που γίνεται από αυτόν τον καρπό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φράουλα άγρια — Mε το όνομα αυτό χαρακτηρίζονται 2 φυτά γνωστά με την επιστημονική ονομασία ποτεντίλα η έρπουσα και ποτεντίλα η μικρανθής. Το πρώτο ανήκει στην οικογένεια των ροδιδών και είναι πολυετής πόα, με βλαστούς λεπτούς, μακρούς, που έρπουν και ριζοβολούν …   Dictionary of Greek

  • αμπέλι — Η λέξη σημαίνει κυρίως την έκταση γης όπου καλλιεργείται το φυτό άμπελος η οινοφόρος,το κλήμα, αλλά και το ίδιο το φυτό ή και τις συστάδες του. Το α. ανήκει στην οικογένεια των αμπελιδών (δικοτυλήδονα, τάξη ραμνωδών) και προέρχεται, όπως φαίνεται …   Dictionary of Greek

  • κορμός — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… …   Dictionary of Greek

  • κόρμος — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… …   Dictionary of Greek

  • φραουλιά — η, Ν [φράουλα] βοτ. το φυτό φράουλα, φραγκαρία …   Dictionary of Greek

  • Ροδίδες — Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, η οποία περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος των οπωροφόρων δέντρων, που κατατάσσονται στις δυο υποοικογένειες των προυνοειδών (αμυγδαλιά, ροδακινιά, βερικοκιά, κερασιά, δαμασκηνιά) και των πομοειδών ή μηλοειδών… …   Dictionary of Greek

  • καλλιέργεια — I Το σύνολο των εργασιών που αφορούν την πρακτική της γεωργίας, δηλαδή όλες οι αναγκαίες εργασίες για την παραγωγή ορισμένων αγροτικών προϊόντων, οι οποίες αρχίζουν με την προπαρασκευή του εδάφους, συνεχίζουν με τη σπορά και ολοκληρώνονται με τις …   Dictionary of Greek

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

  • κουμαρίνη — Χημική ετεροκυκλική ένωση με μοριακό τύπο C9H6O2, η οποία συναντάται σε πολλά φυτά, από τα οποία παραλαμβάνεται με εκχύλιση ή συνθετικά ξεκινώντας από απλούστερες ενώσεις, κατά την αντίδραση των Μπερτανίνι Πέρκιν. Πρόκειται για στερεή,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”